παρανοήσεις

παρανοήσεις
παρανόησις
fem nom/voc pl (attic epic)
παρανόησις
fem nom/acc pl (attic)
παρανοέω
think amiss
aor subj act 2nd sg (epic)
παρανοέω
think amiss
fut ind act 2nd sg
παρανοέω
think amiss
aor subj act 2nd sg (epic)
παρανοέω
think amiss
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • κηροζίνη — Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να …   Dictionary of Greek

  • παράκουσμα — τὸ, ΝΑ [παρακούω] λαθεμένη ακουστική αντίληψη, εσφαλμένο άκουσμα αρχ. 1. ψεύτικη διήγηση 2. (για φιλοσ. δοξασίες) αμφίβολος λόγος 3. στον πληθ. τὰ παρακούσματα οι παρανοήσεις που οφείλονται σε ελαττωματική ακοή …   Dictionary of Greek

  • Μαλάλας, Ιωάννης — (6ος αι. μ.Χ.). Εξελληνισμένος Σύρος χρονογράφος. Η χρονογραφία του –η παλαιότερη γνωστή του είδους– καλύπτει την περίοδο από τους μυθικούς χρόνους της αιγυπτιακής ιστορίας έως τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού. Γραμμένη με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”